ὀρθόμαντις

  • 1ορθόμαντις — ὀρθόμαντις, εως, ιων. τ. γεν. ιος, ὁ, ἡ (Α) μάντης που προφητεύει σωστά, που προλέγει ορθά όσα πρόκειται να συμβούν …

    Dictionary of Greek

  • 2ὀρθόμαντιν — ὀρθόμαντις a true prophet fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 4ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …

    Dictionary of Greek