ὀρθωσία
1Ὀρθωσία — Ὀρθωσίᾱ , Ὀρθωσία fem nom/voc/acc dual Ὀρθωσίᾱ , Ὀρθωσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ὀρθωσία — ὀρθωσίᾱ , ὀρθωσία fem nom/voc/acc dual ὀρθωσίᾱ , ὀρθωσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3ὀρθωσίᾳ — ὀρθωσίᾱͅ , ὀρθωσία fem dat sg (attic doric aeolic) …
4Ὀρθωσίᾳ — Ὀρθωσίαι , Ὀρθωσία fem nom/voc pl Ὀρθωσίᾱͅ , Ὀρθωσία fem dat sg (attic doric aeolic) …
5Ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… …
6ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… …
7Ὀρθωσίας — Ὀρθωσίᾱς , Ὀρθωσία fem acc pl Ὀρθωσίᾱς , Ὀρθωσία fem gen sg (attic doric aeolic) …
8ὀρθωσίας — ὀρθωσίᾱς , ὀρθωσία fem acc pl ὀρθωσίᾱς , ὀρθωσία fem gen sg (attic doric aeolic) …
9Ὀρθωσίαν — Ὀρθωσίᾱν , Ὀρθωσία fem acc sg (attic doric aeolic) …
10ὀρθωσίαν — ὀρθωσίᾱν , ὀρθωσία fem acc sg (attic doric aeolic) …