ὀρθρ-
1θεμίστιος — (Παφλαγονία 317; – Κωνσταντινούπολη 388). Βυζαντινός φιλόσοφος και ρήτορας. Δίδαξε φιλοσοφία και ρητορική στην Κωνσταντινούπολη για σαράντα χρόνια, διετέλεσε παιδαγωγός και πολιτικός σύμβουλος αυτοκρατόρων (Κωνσταντίου, Ιουλιανού, Ιοβιανού,… …
2κουρίδιος — κουρίδιος, ία και ίη, ον (Α) 1. συνδεδεμένος με γάμο, νόμιμος σύζυγος (α. «κουρίδιον ποθέουσα πόσιν», Ομ. Ιλ. β. «γαμέουσι δ ἕκαστος αὐτῶν πολλὰς μὲν κουριδίας γυναῑκας», Ηρόδ.) 2. συζυγικός («νωΐτερον λέχος αὐτῶν κουρίδιον», Ομ. Ιλ.) 3. (για… …
3μεσίδιος — μεσίδιος, ποιητ. τ. μεσσίδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μεσαίος 2. φρ. «δικαστής μεσίδιος» ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. ορθρ ίδιος, πτερ ίδιος). Για τον τ. με δύο σ βλ. λ. μέσος] …
4πρεσβεύω — ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεύω Α [πρέσβυς] 1. είμαι πρεσβευτής, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή 2. έχω ορισμένη αντίληψη, ομολογώ, φρονώ, πιστεύω, παραδέχομαι 3. εκκλ. μεσιτεύω, μεσολαβώ («Παναγία Θεοτόκος πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», Όρθρ.) αρχ. 1. είμαι… …
5συνίημι — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνίημι Α [ἵημι] 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι (α. «ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι», Όρθρ. Μεγ. Παρασκ. β. «πρὸς τὸ συνιέναι ἡμᾱς τὸν Ἰησούν», Ειρην. γ. «οὔπω ξυνῆκα», Αισχύλ. δ. «εὖ λέγοντος οἷ νῡν δὴ ἐμνήσθημεν τοῡ… …
6χερουβίμ — και χερουβείμ, τα, ΝΜΑ, και χερουβίν ΜΑ ανώτατη τάξη ουράνιων, αγγελικών όντων, κοντά στον θρόνο τού θεού, για να τόν υμνούν και να καλύπτουν την δόξα του από βέβηλα μάτια (α. «ὁ ἐπὶ τοῡ θρόνου δόξης τῶν χερουβίμ ἐπαναπαυόμενος», Ακολ. Όρθρ. β.… …
7u̯erdh-, u̯redh- — u̯erdh , u̯redh English meaning: to grow; high Deutsche Übersetzung: “wachsen, steigen; hoch” Material: O.Ind. várdhati, várdhatē, vr̥dháti “wächst, mehrt sich”, várdha m. “das Fördern”, vardháyati “makes grow”, vr̥ddhá “ grown,… …