ὀρθρόθεν

  • 1ορθρόθεν — ὀρθρόθεν (Μ) επίρρ. από το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. χειμωνό θεν)] …

    Dictionary of Greek