ὀρθροβόας
1ορθροβόας — ὀρθροβόας, ου, ὁ (Α) (για τον πετεινό) αυτός που κράζει κατά τον όρθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βοας] …
2ὀρθροβόας — ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόας early caller masc acc pl ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόας early caller masc nom sg (epic doric aeolic) ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόης masc acc pl ὀρθροβόᾱς , ὀρθροβόης masc nom sg (epic doric aeolic) …
3ὀρθροβόην — ὀρθροβόας early caller masc acc sg (attic epic ionic) ὀρθροβόης masc acc sg (attic epic ionic) …
4ὀρθροβόαν — ὀρθροβόᾱν , ὀρθροβόας early caller masc acc sg (epic doric aeolic) ὀρθροβόας early caller masc acc sg ὀρθροβόᾱν , ὀρθροβόης masc acc sg (epic doric aeolic) ὀρθροβόης masc acc sg …