ὀρθουμένων

  • 1ὀρθουμένων — ὀρθόω set straight pres part mp fem gen pl ὀρθόω set straight pres part mp masc/neut gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …

    Dictionary of Greek