ὀρθοστάτης
1ὀρθοστάτης — upright shaft masc nom sg ὀρθοστατέω stand upright imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
2ορθοστάτης — ο (Α ὀρθοστάτης) κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος νεοελλ. (παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης αρχ. 1. κίονας, στύλος 2. επιτύμβιο μνημείο με… …
3ὀρθοστάται — ὀρθοστάτης upright shaft masc nom/voc pl ὀρθοστάτᾱͅ , ὀρθοστάτης upright shaft masc dat sg (doric aeolic) …
4ὀρθοστατῶν — ὀρθοστάτης upright shaft masc gen pl ὀρθοστατέω stand upright pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
5ὀρθοστάταις — ὀρθοστάτης upright shaft masc dat pl …
6ὀρθοστάτῃ — ὀρθοστάτης upright shaft masc dat sg (attic epic ionic) …
7ὀρθοστάτας — ὀρθοστάτᾱς , ὀρθοστάτης upright shaft masc acc pl ὀρθοστάτᾱς , ὀρθοστάτης upright shaft masc nom sg (epic doric aeolic) …
8Glossary of architecture — This page is a glossary of architecture. Contents: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z …
9ικριωτήρ — ἰκριωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ικριώ] 1. ορθοστάτης που υποστηρίζει στοά ή υπερώο 2. στον πληθ. oἱ ἰκριωτῆρες α) το πάτωμα τού καταστρώματος πλοίου β) τα ικριώματα* …
10μπαμπάς — (I) ο 1. πατέρας 2. ναυτ. κοινή ονομασία δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης πάνω στο κατάστρωμα πλοίου, τής οποίας προορισμός είναι η πρόσδεση σχοινιού για τη ρυμούλκηση τού σκάφους 3. αρχιτ. ορθοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική… …
- 1
- 2