ὀρθιά-δε
1Ὀρθία — Ὀρθίᾱ , Ὀρθία fem nom/voc/acc dual Ὀρθίᾱ , Ὀρθία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ὀρθία — ὀρθίᾱ , ὄρθιος straight up fem nom/voc/acc dual ὀρθίᾱ , ὄρθιος straight up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀρθίᾱ , ὀρθιάω pres imperat act 2nd sg ὀρθίᾱ , ὀρθιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
3ὀρθίᾳ — ὀρθίᾱͅ , ὄρθιος straight up fem dat sg (attic doric aeolic) …
4Ὀρθίᾳ — Ὀρθίαι , Ὀρθία fem nom/voc pl Ὀρθίᾱͅ , Ὀρθία fem dat sg (attic doric aeolic) …
5Ορθία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… …
6όρθια — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… …
7ὄρθια — ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc pl ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc pl …
8ὀρθιάσας — ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάω pres part act fem acc pl (doric) ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάω pres part act fem gen sg (doric) ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάζω speak in a high tone fut part act fem acc pl… …
9Ὀρθίας — Ὀρθίᾱς , Ὀρθία fem acc pl Ὀρθίᾱς , Ὀρθία fem gen sg (attic doric aeolic) …
10Ὀρθίαι — Ὀρθία fem nom/voc pl Ὀρθίᾱͅ , Ὀρθία fem dat sg (attic doric aeolic) …