ὀρθιό-κωπος

  • 1φιλόκωπος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «φιλήρετμος, φιλόκωποι, φιλοναῡται». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. ὀρθιό κωπος] …

    Dictionary of Greek