ὀρεσίτροφος
1ὀρεσίτροφος — masc/fem nom sg ὀρεσιτρόφος masc/fem nom sg …
2ορεσίτροφος — ὀρεσίτροφος, ον (Α) βλ. ορείτροφος …
3ὀρεσιτρόφος — masc/fem nom sg …
4ὀρεσίτροφον — ὀρεσίτροφος masc/fem acc sg ὀρεσίτροφος neut nom/voc/acc sg ὀρεσιτρόφος masc/fem acc sg ὀρεσιτρόφος neut nom/voc/acc sg …
5ὀρεσιτρόφου — ὀρεσίτροφος masc/fem/neut gen sg ὀρεσιτρόφος masc/fem/neut gen sg …
6ὀρεσίτροφα — ὀρεσίτροφος neut nom/voc/acc pl ὀρεσιτρόφος neut nom/voc/acc pl …
7ορείτροφος — ὀρείτροφος και ὀρίτροφος, και ὀρεσίτροφος, ον (Α) αυτός που τρέφεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι / ὀρεσί (βλ. λ. όρος [II]) + τροφος (< τρέφω), πρβλ. αλί τροφος] …
8ωρεσίτροφος — ον, Α (ποιητ. τ.) ὠρείτροφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. αντί ὀρεσίτροφος < ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + τροφος*] …
9όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …