ὀργίζομαι

  • 91ξεκακίζω — 1. αποβάλλω την κακή διάθεσή μου, παύω να είμαι θυμωμένος («πήγαμε περίπατο για να ξεκακίσουμε») 2. (για τον καιρό) βελτιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κακίζω «οργίζομαι, κακιώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 92οδύσ(σ)ομαι — ὀδύσ(σ)ομαι και, επικ. τ., ὀδυίομαι (Α) 1. οργίζομαι με κάποιον, θυμώνω 2. μισώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύσ(σ)ομαι προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. *ὀδύομαι (πρβλ. ηπ ύω, ιδρ ύω, μεθ ύω). Το ρ. *ὀδύομαι παράγεται πιθ. από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό… …

    Dictionary of Greek

  • 93οκριώμαι — ὀκριώμαι, άομαι (Α) οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις + κατάλ. ιάω / ιῶ για μετρικούς λόγους] …

    Dictionary of Greek

  • 94οξυθυμώ — ὀξυθυμῶ, έω (Α) [οξύθυμος] 1. είμαι οξύθυμος, οργίζομαι εύκολα 2. παθ. ὀξυθυμοῡμαι, έομαι κυριεύομαι από σφοδρή οργή, εξοργίζομαι, θυμώνω πολύ, χολώνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 95οξυχολώ — ὀξυχολῶ, έω (Μ) [οξύχολος] θυμώνω εύκολα, οργίζομαι γρήγορα …

    Dictionary of Greek

  • 96οργίζω — (ΑΜ ὀργίζω) [οργή] 1. προκαλώ οργή σε κάποιον, ερεθίζω, εξοργίζω 2. (συν. το παθ.) οργίζομαι θυμώνω πολύ, ερεθίζομαι, εξάπτομαι 3. μέσ. κυριεύομαι από οργή, καταλαμβάνομαι από θυμό νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) οργισμένος, η, ο αυτός που έχει την …

    Dictionary of Greek

  • 97οργαίνω — ὀργαίνω (Α) [οργή] 1. παροργίζω, διεγείρω κάποιον 2. οργίζομαι («ἀλλ οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν γυναῑκα νοῡν ἔχουσαν», Σοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 98παραμανίζω — (στον Ερωτόκρ.) οργίζομαι πάρα πολύ, θυμώνω υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μανίζω «θυμώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 99περιοργίζομαι — Α οργίζομαι πολύ …

    Dictionary of Greek

  • 100πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …

    Dictionary of Greek