ὀργίζομαι
71θοώ — θοῶ, όω (Α) [θοός ΙΙ] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, κοφτερό, λεπταίνω κάτι 2. (παθ). θοοῡμαι, όομαι παροξύνομαι, οργίζομαι, ερεθίζομαι 3. φρ. «θοῶ ἰάμβους» κάνω οξείς ιάμβους, κάνω προσβλητικούς ιάμβους …
72θυμαίνω — (ΑΜ) [θυμός] (ενεργ και μέσ.) οργίζομαι, θυμώνω …
73ιαίνω — (Α ἰαίνω) θεραπεύω, γιατρεύω αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) θερμαίνω, ζεσταίνω (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ ὕδωρ», Ομ. Οδ. β. «ἰαίνετο δ ὕδωρ», Ομ. Οδ.) 2. κάνω κάτι μαλακό με τη θερμότητα, τήκω («ἰαίνετο κηρός», Ομ. Οδ.) 3. ευφραίνω …
74κακίζω — (AM κακίζω) [κακός] κατηγορώ, επιπλήττω, κατακρίνω κάποιον («τόν κακίζουν λόγω τής συμπεριφοράς του») μσν. οργίζομαι, κακιώνω αρχ. 1. κάνω κάποιον δειλό 2. φέρομαι άνανδρα 3. φρ. «κακίζομαι τύχη» βλάπτομαι μόνο από την τύχη …
75κακεύω — (Μ κακεύω) [κακός] νεοελλ. 1. παύω να είμαι φίλος με κάποιον, κακιώνω 2. γίνομαι κακός, οργίζομαι, θυμώνω μσν. εχθρεύομαι, μισώ …
76κακιώνω — και κακιώνομαι [κακία] 1. θυμώνω, οργίζομαι, δυσαρεστούμαι, ψυχραίνομαι με κάποιον, κατεβάζω μούτρα 2. παροιμ. α) «κάκιωσ ο καλόγερος κι έκαψε τα ρούχα του» για αυτόν που εξοργίζεται και βλάπτει τον εαυτό του, επειδή δεν μπορεί να βλάψει εκείνον… …
77καταβριμώμαι — καταβριμῶμαι, άομαι (Α) οργίζομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βριμῶμαι «βράζω από οργή»] …
78κατοργούμαι — κατοργοῡμαι, όομαι (Α) 1. οργίζομαι πολύ εναντίον κάποιου 2. φιλονεικώ, τσακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οργοῦμαι που μαρτυρείται μόνο στον τ. τού παρακμ. κατ ωργώμεθα (< ὀργή)] …
79κινίζω — (Α) εξάπτομαι, οργίζομαι …
80κοτέω — (Α) [κότος] 1. είμαι οργισμένος με κάποιον, τρέφω οργή, έχθρα, μίσος, οργίζομαι (α. «τῆσδ ἀπάτης κοτέων», Ομ. Ιλ. β. «εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φθονώ, τρέφω αντιζηλία («κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων»,… …