ὀργίζομαι

  • 61εξαγρίζομαι — ἐξαγρίζομαι (Μ) [αγρίζομαι] 1. αγριεύω, οργίζομαι 2. (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) εξαγρισμένος, η, ον άγριος …

    Dictionary of Greek

  • 62επαγαίομαι — ἐπαγαίομαι (Α) 1. χαίρομαι για κάτι 2. χαίρομαι για τη συμφορά κάποιου 3. εκπλήσσομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγαίομαι (παράλληλος τ. τού άγαμαί) «δυσανασχετώ, οργίζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 63επαγανακτώ — ἐπαγανακτῶ, έω (Α) 1. αγανακτώ, οργίζομαι («ἐπηγανάκτει δ ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐχαλέπαινε», Πλούτ.) 2. (με δοτ.) αγανακτώ εναντίον κάποιου («τὸ ἐπαγανακτεῑν τοῑς ἀκολασταίνουσιν», Κλήμ. Αλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 64επεγκοτώ — ἐπεγκοτῶ, έω (Μ) 1. θυμώνω, οργίζομαι 2. μισώ, κρατώ κακία …

    Dictionary of Greek

  • 65επιφράζω — ἐπιφράζω (AM) μσν. φρ. «ἐπιφράζω πρὸς ὀργήν» οργίζομαι αρχ. 1. λέω επί πλέον («δεῑ δή με πρὸς τούτοισι ἐπιφράσαι», Ηρόδ.) 2. μέσ. ἐπιφράζομαι (με απρμφ.) σκέπτομαι, μού ήρθε η ιδέα («τὸ μὲν οὔ τις ἐπιφράσατ’... ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Οδ.) 3. μέσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 66επιχαλεπαίνω — ἐπιχαλεπαίνω (Α) οργίζομαι εναντίον κάποιου …

    Dictionary of Greek

  • 67εποργίζομαι — ἐποργίζομαι (AM) οργίζομαι εναντίον κάποιου («Κύριος ἡμῶν βραχέως ἐπώργισται», ΠΔ) …

    Dictionary of Greek

  • 68ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… …

    Dictionary of Greek

  • 69ερινύω — ἐρινύω (Α) [Ερινύς] είμαι αγανακτισμένος, εξοργισμένος, θυμώνω, οργίζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 70θεόργιστος — η, ο (AM θεόργιστος, ον) αυτός εναντίον τού οποίου είναι οργισμένος ο θεός, ο καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + οργίζομαι] …

    Dictionary of Greek