ὀργίζομαι
51διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …
52διοιδώ — διοιδῶ ( έω) και διοιδαίνω (Α) [οιδώ, οιδαίνω] 1. (για μέλη τού σώματος) πρήζομαι 2. φουσκώνω από οργή 3. (για την πόλη) βρίσκομαι σε αναβρασμό, σε αναταραχή 4. φρ. «διοιδαίνω τὴν ψυχήν» οργίζομαι …
53δριμώνω — [δριμύς] 1. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι δριμύς, τσουχτερός («δρίμωσε ο καιρός») 2. (για πρόσ.) οργίζομαι, θυμώνω 3. μέσ. μαζεύομαι …
54εγκοτώ — ἐγκοτῶ ( έω) (Α) οργίζομαι, αγανακτώ …
55εκθυμαίνω — ἐκθυμαίνω (Α) οργίζομαι υπερβολικά …
56εκμηνίω — ἐκμηνίω (Α) οργίζομαι παράφορα …
57εκχολώ — (I) ἐκχολῶ ( άω) (Α) θυμώνω, οργίζομαι πολύ, χολώνομαι. (II) ἐκχολῶ ( όω) (Α) 1. κάνω κάτι χολώδες, χύνω μέσα του χολή, τό κάνω πικρό 2. παθ. ἐκχολοῡμαι γεμίζω χολή, μεταβάλλομαι σε χολή …
58ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… …
59ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν …
60εξαγανακτώ — ἐξαγανακτῶ, έω (Α) αγανακτώ, οργίζομαι υπερβολικά …