ὀργίζομαι

  • 41αποργίζομαι — ἀποργίζομαι (Α) οργίζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 42αραθυμίζω — 1. λιποθυμώ 2. οργίζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 43αρισκυδής — ἀρισκυδής ( οῡς), ές (Α) πολύ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + σκύζομαι «οργίζομαι, αγανακτώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 44αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …

    Dictionary of Greek

  • 45αφρίζω — (AM ἀφρίζω, Α και ἄφρω, έω) 1. βγάζω ή έχω αφρούς 2. (για πρόσωπα και ζώα) βγάζω αφρούς από το στόμα, συνήθως από οργή ή λύσσα νεοελλ. οργίζομαι, θυμώνω πολύ …

    Dictionary of Greek

  • 46αψώνω — [αψύς] 1. εξοργίζω κάποιον 2. οργίζομαι, θυμώνω 3. αυξάνω, δυναμώνω …

    Dictionary of Greek

  • 47βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… …

    Dictionary of Greek

  • 48βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 49γνωμιάζω — και εγνωμιάζω (Μ γνωμιάζω και ἐγνωμιάζω) [γνώμη] υπολογίζω, λογαριάζω νεοελλ. 1. έχω στον νου μου, σκοπεύω να... 2. οργίζομαι, πεισμώνω …

    Dictionary of Greek

  • 50γοΐζω — [γόι] οργίζομαι …

    Dictionary of Greek