ὀργίζομαι
31αγαίομαι — ἀγαίομαι (Α) (ποιητ. και επικ. τύπος αντί ἄγαμαι*) 1. οργίζομαι με κάποιον ή κάτι, αγανακτώ 2. ζηλεύω, φθονώ 3. θαυμάζω …
32αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… …
33αγριαίνω — (AM ἀγριαίνω) [ἄγριος] 1. είμαι ή γίνομαι άγριος, αγριεύω, οργίζομαι, θυμώνω 2. ερεθίζω, προκαλώ, εξοργίζω μσν. Ι. ενεργ. (για καταιγίδα) ξεσπώ ||. μεσ. 1. εξοργίζομαι 2. για τη θάλασσα που είναι τρικυμισμένη, φουρτουνιασμένη αρχ. (για ποταμούς)… …
34αγριεύω — (αμτβ.) 1. (για έμψυχα) εξαγριώνομαι, οργίζομαι, θυμώνω, γίνομαι απειλητικός 2. (για άψυχα και ιδιαίτερα για καιρικές συνθήκες) γίνομαι άγριος, δριμύς 3. περιέρχομαι σε άγρια κατάσταση 4. (ενεργ. και μεσ.) (για έμψυχα) φοβάμαι, τρομάζω (μτβ.) 1.… …
35αμφιχολούμαι — ἀμφιχολοῡμαι ( έομαι) (Α) χολιάζω, οργίζομαι πολύ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χολοῦμαι] …
36ανήμερος — η, ο (Α ἀνήμερος, ον) μη ημερωμένος, άγριος νεοελλ. φρ. «γίνομαι θηρίο ανήμερο» θυμώνω, οργίζομαι φοβερά αρχ. 1. άγριος, ατίθασος 2. (για τόπο) απόκρημνος, βραχώδης …
37αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …
38αναφλέγω — (AM ἀναφλέγω) 1. ανάβω, καίω 2. εξάπτω, υποκινώ 3. παθ. καίγομαι, παίρνω φωτιά αρχ. μέσ. εξάπτομαι, οργίζομαι, φθάνω ως την παραφορά …
39αναχοχλακίζω — 1. χοχλάζω, βράζω 2. ειμαι σε αναβρασμό, οργίζομαι …
40αντιχαλεπαίνω — ἀντιχαλεπαίνω (Α) οργίζομαι, δυσανασχετώ εναντίον κάποιου …