ὀργίζομαι

  • 121υπεράχθομαι — Α 1. στενοχωριέμαι πάρα πολύ («τῇ Μιλήτου ἁλώσει ὑπεραχθεσθέντες», Ηρόδ.) 2. οργίζομαι πάρα πολύ εναντίον κάποιου («μεθ οἷς ἐχθαίροις ὑπεράχθεο», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄχθομαι «λυπάμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 122φλομώνω — και φλωμώνω και σφλομώνω Ν [φλόμος / σφλόμος] 1. ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας στη θάλασσα φλόμο, ναρκωτική ουσία από το ομώνυμο φυτό 2. διαχέω καπνό, συνήθως δύσοσμο, δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα («μας φλόμωσες με τα τσιγάρα σου») 3. μτφ.… …

    Dictionary of Greek

  • 123φουντώνω — (I) Ν [φούντα] 1. (για φυτό) βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά 2. (για φωτιά κ.ά. φαινόμενα) δυναμώνω, εντείνομαι, επιτείνομαι, επεκτείνομαι (α. «φούντωσε η πυρκαγιά» β. «φούντωσε η λαϊκή αγανάκτηση» γ. «φούντωσε η εξέγερση») 3. οργίζομαι («φουντώνει… …

    Dictionary of Greek

  • 124φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 125χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 126χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 127χολιάζω — Ν [χόλος / χολή] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να θυμώσει ή να πικραθεί πολύ 2. (αμτβ.) οργίζομαι, θυμώνω …

    Dictionary of Greek

  • 128χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… …

    Dictionary of Greek