ὀργίζομαι

  • 111ρώκομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ὀργίζομαι, λυποῡμαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ῥώχω*] …

    Dictionary of Greek

  • 112σκούζω — Ν 1. εκβάλλω οξεία και διαπεραστική κραυγή, ουρλιάζω 2. κλαίω δυνατά και γοερά («φωνάζω, σκούζω δυνατά, στον τάφο του γερμένη», Σολωμ.) 3. (για σκυλιά και άλλα ζώα) υλακτώ, γαυγίζω («τί έχει το σκυλί και σκούζει;») 4. (γενικά) παταγώ, κάνω κρότο… …

    Dictionary of Greek

  • 113σκυδμαίνω — Α οργίζομαι εναντίον κάποιου, σκύζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκύζομαι* (< *σκυδ jομαι), κατ αναλογία προς τα ερίζω: εριδμαίνω* (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδ ρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 114σκυδρύ — Α οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. σκυδμαίνω «οργίζομαι» (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 115σκυθρός — ά, όν, Α οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ δ τού σκύζομαι* «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ (πιθ. μέσω ενός τ. *σκυσ θρός) + επίθημα θρός (πρβλ. νω θρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 116σκύδμαινος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπός» [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. σκυδμαίνω «οργίζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 117σκύζομαι — Α 1. οργίζομαι, αγανακτώ («σκυζομένη Διὶ πατρί, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι θυμωμένος, χωλώνομαι («οὔ σευ ἐγώ γε σκυζομένης ἀλέγω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σκύζομαι (< σκυδ jομαι) ανάγεται… …

    Dictionary of Greek

  • 118σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… …

    Dictionary of Greek

  • 119σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …

    Dictionary of Greek

  • 120τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …

    Dictionary of Greek