ὀργίζομαι

  • 101ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …

    Dictionary of Greek

  • 102πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …

    Dictionary of Greek

  • 103πρίω — Α 1. κόβω με πριόνι, πριονίζω («κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν», Θουκ.) 2. δαγκώνω («ὀδόντι πρῑε τὸ στόμα», Σοφ.) 3. κόβω συλλαβές 4. παθ. πρίομαι α) κόβω σε κομμάτια β) (ιδίως στη χειρουργική) τρυπώ με πριονοειδές τρυπάνι γ)… …

    Dictionary of Greek

  • 104προσαγανακτώ — έω, Α 1. αγανακτώ, δυσφορώ, οργίζομαι επί πλέον 2. αγανακτώ με κάτι επιπροσθέτως …

    Dictionary of Greek

  • 105προσεμβριμώμαι — άομαι, Α οργίζομαι ή απειλώ επιπροσθέτως («πλούσιος ἠδίκησε, καὶ αὐτὸς προσενεβριμήσατο» ο πλούσιος έκανε το αδίκημα και ο ίδιος έμπηξε τις φωνές για να βγει αποπάνω, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμβριμῶμαι «δυσανασχετώ, γογγύζω, επιπλήττω, ορμώ… …

    Dictionary of Greek

  • 106προσεπιδυσφορώ — έω, Μ οργίζομαι, αγανακτώ επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπὶ + δυσφορῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 107προσκρούω — ΝΑ [κρούω] 1. πέφτω ή χτυπώ πάνω σε κάτι καθώς κινούμαι, συγκρούομαι («το αυτοκίνητο προσέκρουσε στον στύλο») 2. είμαι εντελώς αντίθετος, διάκειμαι εχθρικώς ή περιφρονητικώς 3. μτφ. περιπίπτω σε δυσχερείς περιστάσεις και δυσκολίες νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 108προσοργίζομαι — Α οργίζομαι με κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 109προσπικραίνομαι — Α οργίζομαι με κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 110πυρώ — (I) έω, Μ [πῡρ] 1. βάζω φωτιά, ανάβω 2. (αμτβ.) μτφ. οργίζομαι. (II) όω, ΜΑ βλ. πυρώνω …

    Dictionary of Greek