ὀργίζομαι
11επισκύζομαι — ἐπισκύζομαι (AM) οργίζομαι, αγανακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκύζομαι «οργίζομαι»] …
12επιχώομαι — ἐπιχώομαι (Α) οργίζομαι για κάτι («ἐπεχώσατο μύθοις», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώομαι «οργίζομαι, είμαι απρόθυμος»] …
13κακώνω — (AM κακῶ, όω, Μ και κακώνω) [κακός] κάνω κακό σε κάποιον, κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι κάποιον μσν. 1. (μτβ. με σύστ. αντικ.) θυμώνω, οργίζομαι 2. μέσ. α) (μτβ.) κακώνομαι κρατώ κακία σε κάποιον β) (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ …
14καταθυμούμαι — καταθυμοῡμαι, όομαι (Μ) οργίζομαι πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμοῦμαι «οργίζομαι» (< θυμός)] …
15παρακοτώ — έω, Α οργίζομαι, εξοργίζομαι από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κοτῶ «οργίζομαι»] …
16περιχώομαι — Α οργίζομαι πάρα πολύ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χώομαι «οργίζομαι, αγανακτώ, θυμώνω»] …
17συγχαλεπαίνω — Α οργίζομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαλεπαίνω «δυσφορώ, οργίζομαι» (< χαλεπός «δυσχερής»)] …
18συνθυμούμαι — έομαι, Μ οργίζομαι κι εγώ όπως και κάποιος άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θυμοῦμαι «οργίζομαι, αγανακτώ»] …
19συνοργίζομαι — A οργίζομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀργίζομαι (< ὀργή)] …
20υπεροργίζομαι — ΜΑ [ὀργίζομαι] οργίζομαι πάρα πολύ …