ὀργιάς
1οργιάς — ὀργιάς, άδος, ἡ (Α) (για εορτή) γεμάτη έκσταση και μυστικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργιώ + επίθημα άς, άδος (πρβλ. μαίνομαι: μαινάς)] …
2ὀργίας — ὀργίᾱς , ὀργιάω to be fierce imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
3ὀργιά — ὀργιάς ecstatic and mystic fem voc sg …
4ὀργιάδεσσιν — ὀργιάς ecstatic and mystic fem dat pl (epic aeolic) …
5οργιαίος — και οργυιαίος, α, ο (Α ὀργυιαῑος, αία, ον) [οργιά] αυτός που έχει μήκος ή ύψος μιας οργιάς …