ὀργιασμός
1οργιασμός — ὀργιασμός, ὁ (Α) [οργιάζω] 1. τελετή θρησκευτικών οργίων («οἱ περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοί», Άλεξ.) 2. μύηση σε κάτι …
2ὀργιασμοῖς — ὀργιασμός celebrating of masc dat pl …
3ὀργιασμοί — ὀργιασμός celebrating of masc nom/voc pl …
4ὀργιασμοῦ — ὀργιασμός celebrating of masc gen sg …
5ὀργιασμούς — ὀργιασμός celebrating of masc acc pl …
6ὀργιασμῶν — ὀργιασμός celebrating of masc gen pl …
7ὀργιασμῷ — ὀργιασμός celebrating of masc dat sg …