ὀργεωνικός
1οργεωνικός — ὀργεωνικός, ή, όν (Α) [οργεώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οργεώνες («δεῑπνον ὀργεωνικόν», Αθήν.) …
2ὀργεωνικά — ὀργεωνικός of neut nom/voc/acc pl ὀργεωνικά̱ , ὀργεωνικός of fem nom/voc/acc dual ὀργεωνικά̱ , ὀργεωνικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3ὀργεωνικῶν — ὀργεωνικός of fem gen pl ὀργεωνικός of masc/neut gen pl …