ὀρέων

  • 91κεφαλόβρυσο — Ονομασία δέκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 431 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, κοντά στον μυχό της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, 13 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου …

    Dictionary of Greek

  • 92κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 93κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …

    Dictionary of Greek

  • 94κορδιλιέρα — Γεωγραφικός όρος που προέρχεται από την ισπανική λέξη cordillera (ορεινή αλυσίδα) και χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορεινών συστημάτων που περιλαμβάνουν πολλές οροσειρές. Η ονομασία κ. έχει δοθεί ειδικά στο ορεινό σύστημα των Άνδεων και σε …

    Dictionary of Greek

  • 95κούκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 35 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές των ορέων Νότιας Πίνδου Αγράφων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας. 2. Ημιορεινός… …

    Dictionary of Greek

  • 96κρυσταλλώνας — ο μεγάλη έκταση πάγου στις κοιλάδες υψηλών ορέων, παγετώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + περιληπτική κατάλ. ών(ας), πρβλ. αμπελ ώνας, στρατ ώνας. Η λ., στον λόγιο τ. κρυσταλλών, μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Κουμανούδη] …

    Dictionary of Greek

  • 97λάκκα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. 2. Ημιορεινός… …

    Dictionary of Greek

  • 98λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 99λιβαδερό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 100 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Φαλακρού όρους. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας. Μέχρι το 1953 ονομαζόταν Μοκρός. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 100μάλη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 99 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις νοτιοδυτικές πλαγιές των ορέων της Κυπαρισσίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλιατρών. * * * (I) η (AM μάλη)… …

    Dictionary of Greek