ὀρέων

  • 21ορεογονία — η γεωλ. 1. ο σχηματισμός τών ορέων, αλλ. ορογένεση 2. κλάδος τής δυναμικής γεωλογίας που πραγματεύεται τις διάφορες δυνάμεις που δρουν στον σχηματισμό τών ορέων πάνω στην επιφάνεια τής Γης …

    Dictionary of Greek

  • 22ορογραφία — και ορεογραφία, η 1. κλάδος τής φυσικής γεωγραφίας που ασχολείται με τη σπουδή τών ορέων και τών ορεινών συστημάτων από μορφολογική άποψη 2. η αναπαράσταση τών ορέων και τών ορεινών συστημάτων πάνω σε χάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 23παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… …

    Dictionary of Greek

  • 24τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… …

    Dictionary of Greek

  • 25Αθαμπάσκα — (Athabaska). Ονομασία ποταμού, λίμνης, όρους, διάβασης και επαρχίας του κεντρικού Καναδά. Ο ποταμός πηγάζει από τα Βραχώδη όρη, έχει μήκος 1.303 χλμ. και εκβάλλει στην ομώνυμη λίμνη, η οποία βρίσκεται 650 χλμ. από τη δυτική πλευρά του κόλπου… …

    Dictionary of Greek

  • 26αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …

    Dictionary of Greek

  • 27Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 28Απαλάχια — (Appalachians). Ορεινό συγκρότημα της Βόρειας Αμερικής, ένα από τα μεγαλύτερα μορφολογικά στοιχεία της ηπείρου· καταλαμβάνει μια περιοχή που εκτείνεται από τον κόλπο του Μεξικού μέχρι τον ποταμόκολπο του Σεν Λόρενς, περνώντας έτσι από όλες τις… …

    Dictionary of Greek

  • 29Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 30Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… …

    Dictionary of Greek