ὀρέων
101μεταλλεύω — (ΑM μεταλλεύω) ανασκάπτω μεταλλείο, εξορύσσω μετάλλευμα, εξάγω από τη γη μέταλλο («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ) νεοελλ. μσν. (ενεργ. και μέσ.) εκμεταλλεύομαι μεταλλεία ή μεταλλοφόρα στρώματα αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον να εργάζεται …
102μπογάζι — και μπουγάζι, το (Μ μπογάζι και μπουγάζι) στενή θαλάσσια δίοδος, στενός πορθμός νεοελλ. 1. στενή διάβαση μεταξύ ορέων ή υψωμάτων, αλλ. δερβένι 2. συνεκδ. ρεύμα αέρα που σχηματίζεται από τέτοιες διαμορφώσεις τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… …
103ντον — I (Don). Ποταμός (1.963 χλμ.) της Ρωσίας. γνωστός στην αρχαιότητα ως Τάναϊς. Ρέει στο δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας και έχει υδρογραφική λεκάνη 420.000 τ. χλμ. Πηγάζει από το Κεντρικό Ρωσικό Υψίπεδο στα ΒΔ του Νοβομοσκόφσκ (πρώην… …
104ορέαμνος — ο ζωολ. είδος αγριόγιδου τών Βραχωδών Ορέων τής Βόρειας Αμερικής, που ανήκει στην κατηγορία τών αιγοειδών τής οικογένειας τών βοοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oreamnos < ορε (< όρος «βουνό»)+ αμνός] …
105ορείτης — ὀρείτης, ὁ, (θηλ. ὀρεῑτις, ίτιδος (Α) 1. ο κάτοικος τών ορέων, ορεσίβιος, βουνήσιος 2. ονομασία ενός λίθου 3. είδος γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (II) (πρβλ. ορει βάτης) + κατάλ. της] …
106ορειάρχης — ὀρειάρχης, δωρ. τ. ὀρειάρχας, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Πανός) ο άρχοντας, ο εξουσιαστής τών ορέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + άρχης*] …
107ορειβατικός — ή, ό (Α ὀρειβατικός, ή, όν) [ορειβάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην ορειβασία 2. αυτός που ασχολείται με την άσκηση τής ορειβασίας 3. ο κατάλληλος να δρα σε ορεινά σημεία («ορειβατικό πυροβολικό») αρχ. κατάλληλος για τη διάβαση τών ορέων …
108ορεογνωσία — και ορογνωσία, η κλάδος τής γεωλογίας που ασχολείται με τον σχηματισμό και τη σύσταση τών ορέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορεο / ορο (βλ. λ. όρος [II]) + γνωσία (< γιγνώσκω), πρβλ. αρχαιο γνωσία] …
109ορεοδομή — η 1. η διάπλαση τών ορέων 2. η μορφολογία και η τεκτονική διαμόρφωση μιας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορεο (βλ. λ. όρος [II]) + δομή (< δέμω), πρβλ. λιθο δομή, οικοδομή] …
110οροδεμνιάδες — ὀροδεμνιάδες, αἱ (Α) προσωνυμία τών Νυμφών που κατοικούσαν στα όρη, οι Νύμφες τών ορέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορο (βλ. λ. όρος [II]) + πιθ. δέμνιον «κλίνη»] …