ὀπᾱδός

  • 91ατομικιστής — ο (θηλ. στρια) 1. αυτός που ενδιαφέρεται και φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, εγωιστής 2. (φιλοσ.) ο οπαδός του ατομικισμού …

    Dictionary of Greek

  • 92αττικιστής — ο (AM ἀττικιστής) [αττικίζω] ο οπαδός του αττικισμού …

    Dictionary of Greek

  • 93αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός …

    Dictionary of Greek

  • 94βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 95βοναπαρτιστής — ο οπαδός του βοναπαρτισμού …

    Dictionary of Greek

  • 96βουδιστής — ο (θηλ. ίστρια, η) ο οπαδός του βουδισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βούδας. Η λ. στον πληθ. (βουδδισταί, οι) μαρτυρείται από το 1864 στον Κωνστ. Ηρ. Βασιάδη (πρβλ. αγγλ. buddhist)] …

    Dictionary of Greek

  • 97βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας …

    Dictionary of Greek

  • 98γαληνιστής — ο οπαδός τών θεωριών τού Γαληνού …

    Dictionary of Greek

  • 99γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… …

    Dictionary of Greek

  • 100γνώριμος — η, ο (AM γνώριμος, ον) 1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσεις νεοελλ. χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματα αρχ. Ι. 1. μαθητής, οπαδός 2. συγγενής 3. διακεκριμένος, διάσημος …

    Dictionary of Greek