ὀπᾱδός

  • 81αντιμιλιταριστής — ο ο οπαδός του αντιμιλιταρισμού …

    Dictionary of Greek

  • 82αντινομιστής — ο οπαδός του αντινομισμού …

    Dictionary of Greek

  • 83αντισημίτης — ο ο οπαδός του αντισημιτισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + Σημίτης «αυτός που ανήκει στη φυλή του Σημ*, που κατάγεται από τον Σημ, όπως οι Εβραίοι». Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον φιλόλογο Διονύσιο Θερειανό (πρβλ. αγγλ. antisemite γαλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 84αποδέχομαι — (AM ἀποδέχομαι) 1. δέχομαι, παραδέχομαι 2. παίρνω, δέχομαι κάτι με ευχαρίστηση 3. εγκρίνω, επιδοκιμάζω 4. υποδέχομαι 5. ανέχομαι αρχ. μσν. 1. περιμένω 2. συμπεριφέρομαι φιλικά μσν. επιθυμώ αρχ. 1. γίνομαι οπαδός ή μαθητής κάποιου 2. επιτρέπω,… …

    Dictionary of Greek

  • 85αποικιοκράτης — ο ο οπαδός της αποικιοκρατίας …

    Dictionary of Greek

  • 86απολυταρχικός — ή, ό 1. σχετικός με την απολυταρχία 2. (για ανθρώπους) τυραννικός, δεσποτικός 3. οπαδός της απολυταρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολυταρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] …

    Dictionary of Greek

  • 87αρειανίζω — ἀρειανίζω (AM) [αρειανός] είμαι οπαδός της αίρεσης του Αρείου, κλίνω προς την αίρεση του Αρείου …

    Dictionary of Greek

  • 88αριστοκρατίζω — 1. μιμούμαι τους αριστοκράτες, προσπαθώ να φαίνομαι αριστοκράτης 2. είμαι οπαδός της πολιτειακής θεωρίας της αριστοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστοκράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κ. Λομβάρδο] …

    Dictionary of Greek

  • 89αριστοκρατικός — ή, ό (Α ἀριστοκρατικός, ή, όν) [αριστοκρατία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στη τάξη των ευγενών, ευπατρίδης, αριστοκράτης 2. ο οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος 3. αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες 4. αυτός που αναφέρεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 90αριστοτελικός — ή, ό (ΑΜ ἀριστοτελικός, ή, όν) [Αριστοτέλης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Αριστοτέλη και στη φιλοσοφία του 2. ο οπαδός της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη …

    Dictionary of Greek