ὀπᾱδός
71ακροδεξιός — ά, ό 1. αυτός που ανήκει πολιτικά ή ασπάζεται γενικά τις θέσεις τής άκρας δεξιάς 2. ως ουσ. ο ακροδεξιός ο οπαδός τής άκρας δεξιάς, υποστηρικτής ακραίων δεξιών απόψεων, υπερβολικά δεξιός, εξτρεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙΙ) + δεξιός (πρβλ.… …
72αλεξανδρίζω — ἀλεξανδρίζω (Α) 1. είμαι με το μέρος τού Μ. Αλεξάνδρου, είμαι οπαδός του 2. ακολουθώ το παράδειγμα τού Μ. Αλεξάνδρου, τόν μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀλέξανδρος. ΠΑΡ. ἀλεξανδριστής] …
73αλεξανδριστής — ο (Α ἀλεξανδριστὴς) [ἀλεξανδρίζω] αυτός που διάκειται φιλικά προς τον Αλέξανδρο, ο οπαδός του …
74αμερικανιστής — ο 1. αυτός που μελετά οτιδήποτε αφορά στην Αμερική, που ασχολείται δηλ. με μελέτες εθνογραφίας, γλωσσολογίας και θρησκειολογίας τής αμερικανικής ηπείρου 2. οπαδός τού θρησκευτικού αμερικανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αμερικανός + παραγ. κατάλ. ισμός] …
75αμοραλιστής — ο (θηλ. ίστρια) οπαδός τού αμοραλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. amoralist < amoral (< α στερ. + moral «ηθικός») «ο αμοραλικός, ο αδιάφορος στα ηθικά ζητήματα»] …
76αναλογητικός — ἀναλογητικός, ή, όν (Α) [ἀναλογῶ] οπαδός τής αναλογίας στη γλώσσα (βλ. αναλογικός] …
77αναρχικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην αναρχία ή απορρέει από την αναρχία 2. (γενικά) ο σχετικός με την αναρχία 3. (το αρσ. κ. το θηλ. ως ουσ.) ο αναρχικός, ή ο οπαδός του αναρχισμού βλ. λ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο… …
78αναρχοκομμουνιστής — ο ο οπαδός του αναρχοκομμουνισμού …
79αναρχοσοσιαλιστής — ο ο οπαδός του αναρχοσοσιαλισμού …
80ανθρωπιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. ουμανιστής, αυτός που ακολουθεί τις αρχές του ανθρωπισμού, που επιδιώκει και μοχθεί για την πρόοδο και το καλό του ανθρώπινου γένους 2. αυτός που μελετά την κλασική αρχαιότητα και διαδίδει τις αξίες της με σκοπό την κοινωνική… …