ὀπᾱδός
61αθεϊστής — ο (θηλ. ίστρια) οπαδός τού αθεϊσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθεΐζω. ΠΑΡ. αθεϊστικός] …
62αιρεσιώτης — ο (θηλ. ώτις, γεν. ιδος) (Α αἱρεσιώτης) [αἵρεση] μέλος αιρέσεως μσν. μέλος φιλοσοφικής σχολής ή οπαδός φιλοσοφικής διδασκαλίας …
63αιρετικός — ή, ό (Α αἱρετικός, ή, όν) 1. οπαδός αιρέσεως και, κυρίως, θρησκευτικής 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αίρεση, που διενεργείται σύμφωνα με μια αίρεση (νεοελλ. μσν.) (και ως ουσ.) αυτός που δεν παραδέχεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα όπως… …
64αιρετιστής — αἱρετιστής, ο (Α) [αἱρετίζω] 1. αυτός που διαλέγει, που εκλέγει 2. ιδρυτής φιλοσοφικής σχολής 3. ένθερμος οπαδός, θιασώτης αιρέσεως ή σχολής …
65αισθησιοκρατικός — ή, ό [αισθησιοκρατία] 1. αυτός που αναφέρεται στη θεωρία τής αισθησιοκρατίας 2. ο οπαδός τής αισθησιοκρατικής θεωρίας …
66αισθητιστής — ο [αισθητισμός] οπαδός τού αισθητισμού* …
67αιτιοκρατικός — ή, ό [αιτιοκρατία] 1. οπαδός τής αιτιοκρατίας 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην αιτιοκρατική θεωρία …
68ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… …
69ακροαριστερός — ή ( ά), ό 1. αυτός που ανήκει πολιτικά ή ασπάζεται γενικά τις θέσεις τής άκρας αριστεράς 2. ως ουσ. ο ακροαριστερός ο οπαδός τής άκρας αριστεράς, υποστηρικτής ακραίων αριστερών απόψεων, υπερβολικά αριστερός, εξτρεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρο (ΙΙΙ)… …
70ακροατής — ο (Α ἀκροατής) (Ν θηλ. ακροάτρια) [ἀκροῶμαι] 1. αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει 2. αυτός που παρακολουθεί δημόσια ομιλία, θεατρική παράσταση, συναυλία, δίκη κ.λπ. νεοελλ. αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα χωρίς να είναι… …