ὀπᾱδός

  • 51Σαβελλιανιστής — ὁ, Α [σαβελλιανίζω] οπαδός τού Σαββελίου …

    Dictionary of Greek

  • 52Σαμοσατίτης — ὁ, ΝΜ συν. στον πληθ. οι Σαμοσατίτες αιρετικός οπαδός τού Παύλου τού Σαμοσατέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαμόσατα + κατάλ. ίτης] …

    Dictionary of Greek

  • 53Σατορνιλιανός — ὁ, Α [Σατουρνίνος] οπαδός τού Σατουρνίνου, Σατουρνιανός …

    Dictionary of Greek

  • 54Σευηρίτης — ὁ, Α [Σευῆρος] οπαδός τού μονοφυσίτη Σευήρου τής Αντιόχειας …

    Dictionary of Greek

  • 55άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …

    Dictionary of Greek

  • 56άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 57αβεροϊστής — ο ο οπαδός τών θεωριών τού αβεροϊσμού …

    Dictionary of Greek

  • 58αγραριανιστής — ο [αγραριανισμός*] 1. ο οπαδός τού αγραριανισμού 2. ειδικότερα, αυτός ο οποίος συμμετέχει σε ένα κόμμα ή σε μια κίνηση, που έχει ως σκοπό την πραγμάτωση τών ιδεωδών τού αγραριανισμού …

    Dictionary of Greek

  • 59αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …

    Dictionary of Greek

  • 60αεροθεραπευτικός — ή, ό [αεροθεραπευτής] 1. ο σχετικός με την αεροθεραπεία 2. ο οπαδός τής αεροθεραπείας το θηλ. ως ουσ. η αεροθεραπευτική η αεροθεραπεία …

    Dictionary of Greek