ὀπᾱδός

  • 41φιλελεύθερος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει την ελευθερία, ο φίλος της ελευθερίας. 2. ο οπαδός του φιλελευθερισμού (βλ. λ.). 3. ο οπαδός του κόμματος των φιλελευθέρων που ίδρυσε ο Ελ. Βενιζέλος: Οι φιλελεύθεροι λέγονταν αλλιώς και βενιζελικοί …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 42Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …

    Dictionary of Greek

  • 43Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 44Κυριλλιανός — ο, θηλ. Κυριλλιανή (Μ Κυριλλιανός, θηλ. Κυριλλιανή) [Κύριλλος] οπαδός τού Κυρίλλου …

    Dictionary of Greek

  • 45Μανιχαίος — ο (AM Μανιχαῑος) 1. άλλη ονομασία τού Μάνεντος, τού ιδρυτή τού Μανιχαϊσμού 2. οπαδός τής αιρετικής διδασκαλίας τού Μάνεντος …

    Dictionary of Greek

  • 46Νοβατιανός — ή, ό (Α Νοβατιανός, ή, όν) 1. αυτός που σχετίζεται ή συνδέεται με τον λόγιο πρεσβύτερο και σχισματικό επίσκοπο τής Εκκλησίας τής Ρώμης, τού 3ου αιώνα, Νοβατιανό ή Νοβάτο («Νοβατιανό σχίσμα») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο οπαδός τού επισκόπου… …

    Dictionary of Greek

  • 47Παλαιοημερολογίτης — και Παλιοημερολογίτης, ο, θηλ. ισσα οπαδός μικρής μερίδας Ορθόδοξων χριστιανών που εμμένουν στην διατήρηση τού παλαιού εκκλησιαστικού ημερολογίου, δηλ. τού Ιουλιανού Ημερολογίου, και τελούν τις εορτές κατά τις αναγνωρισμένες από το ημερολόγιο… …

    Dictionary of Greek

  • 48Πετριανός — ή, όν, ΜΑ οπαδός τού αποστόλου Πέτρου μσν. μέλος μονοφυσιτικής δοξασίας («οἱ διαβεβαιούμενοι τὴν ὑπόστασιν μόνα εἶναι ἰδιώματα χωρὶς οὐσίας», Τιμόθ. Κων/π.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέτρος + κατάλ. ιανός (πρβλ. Νερων ιανός, Παυλ ιανός)] …

    Dictionary of Greek

  • 49Πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και …

    Dictionary of Greek

  • 50Πύρρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… …

    Dictionary of Greek