ὀπᾱδός

  • 21συνθιασώτης — ο, ΝΑ, και θηλ. συνθιασώτρια Ν, και αττ. τ. ξυνθιασώτης Α νεοελλ. οπαδός τής ίδιας ιδεολογίας, ομόφρων («συνθιασώτης στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης») μσν. μτφ. αυτός που διαπράττει κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», Φώτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 22φιλίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δημοκράτης της Αττικής, που πρότεινε όλοι οι θήτες να καταταγούν στους οπλίτες. Κατηγορήθηκε για κλοπή και καταδικάστηκε έπειτα από έναν λόγο του ρήτορα Αντιφώντα, που ήταν με το μέρος των ολιγαρχικών. 2. Αττικός… …

    Dictionary of Greek

  • 23φιλοδοκήτης — ὁ, Μ οπαδός τής αίρεσης τού δοκητισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Δοκητής «οπαδός τής αίρεσης τού δοκητισμού»] …

    Dictionary of Greek

  • 24χαρτιστής — ο, Ν 1. (στην Αγγλία) οπαδός τού χαρτισμού 2. (στην Πορτογαλία) οπαδός τής Χάρτας τού Πέτρου Α 3. (στην Γαλλία) μαθητής ή απόφοιτος τής Εθνικής Χαρτογραφικής Σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτ ισμός* + κατάλ. ιστής*] …

    Dictionary of Greek

  • 25Αθηνίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από τη Μαρώνεια της Θράκης (4ος αι. π.Χ.). Μαθητής του Κορίνθιου Γλαυκίωνα. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι έργα του βρίσκονταν στην Ελευσίνα. Πιστεύεται ότι θα εξελισσόταν σε μέγιστο ζωγράφο, αν δεν πέθαινε νέος. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 26Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …

    Dictionary of Greek

  • 27Δημοσθένης — I (Αθήνα 384 – Καλαυρία 322 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία επτά ετών. Οι καταχρήσεις των κληρονόμων του πατέρα του τον ανάγκασαν σε νεαρή ηλικία να αγωνιστεί δικαστικά… …

    Dictionary of Greek

  • 28Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek

  • 29Ηλιόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Μαντινεία και επονομαζόταν Φιλαντρής. Πολέμησε γενναιότατα στις αρκαδικές μάχες και κατά τον αποκλεισμό και την καταστροφή του Δράμαλη. 2. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Καρύταινα της… …

    Dictionary of Greek

  • 30Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …

    Dictionary of Greek