ὀπᾱδός

  • 121εμποροκράτης — ο οπαδός τής εμποροκρατίας …

    Dictionary of Greek

  • 122εμπρεσιονιστής — ο (θηλ. εμπρεσιονίστρια) καλλιτέχνης (κυρ. ζωγράφος) που είναι οπαδός τού εμπρεσιονισμού …

    Dictionary of Greek

  • 123εννοιοκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εννοιοκρατία 2. το αρσ. ως ουσ. ο εννοιοκρατικός ο οπαδός τής θεωρίας τής εννοιοκρατίας …

    Dictionary of Greek

  • 124ενωτικός — ή, ό (AM ἑνωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην ένωση, συνδετικός («σύγκρασιν ἑνωτικήν», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ενωτικός ο οπαδός τής πολιτικής που επιδιώκει την ένωση τών εκκλησιών ή την ένωση μιας χώρας ή… …

    Dictionary of Greek

  • 125εξτρεμιστής — ο (θηλ. εξτρεμίστρια, η) 1. οπαδός τού εξτρεμισμού 2. αδιάλλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. extremiste < λατ. extremus «έσχατος»] …

    Dictionary of Greek

  • 126επάμων — ἑπάμων, ο (Α) [έπομαι] οπαδός, ακόλουθος, υπηρέτης …

    Dictionary of Greek

  • 127επαγωνίζομαι — ἐπαγωνίζομαι (AM) αγωνίζομαι για κάτι, προσπαθώ («ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείση τοῑς ἁγίοις πίστει», ΚΔ) αρχ. 1. αγωνίζομαι επί πλέον 2. συνεχίζω την επίθεση 3. (με δοτ.) α) αγωνίζομαι υπό την επίδραση ενός γεγονότος β) αγωνίζομαι για κάτι γ) …

    Dictionary of Greek

  • 128επαινέτης — ἐπαινέτης, ο (θηλ. ις) (AM) [επαινώ] 1. αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή κάτι («ἐπαινέται δικαιοσύνης», Πλάτ.) 2. αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, ραψωδός («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς ἐπαινέτης», Πλάτ.) 3. οπαδός, μαθητής, θιασώτης… …

    Dictionary of Greek