ὀπᾱδός
111διεθνιστής — ίστρια οπαδός τού διεθνισμού …
112διμεταλλιστής — ο οπαδός τού διμεταλλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
113διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια …
114ειδωλολάτρης — ο (θηλ. ειδωλολάτρισσα) (Α εἰδωλολάτρης, ο, η, θηλ. και εἰδωλολάτρις Μ εἰδωλολάτρης, θηλ. εἰδωλολάτρισσα) αυτός που λατρεύει τα είδωλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδωλον + λάτρης < λάτρον. Η λ. ειδωλολάτρης πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη… …
115εικονομάχος — ο (AM εἰκονομάχος) 1. ο εχθρός τών εικόνων, αυτός που επιδιώκει την απομάκρυνσή τους από τους ναούς 2. οπαδός τής εικονομαχίας …
116ειρηνιστής — ο 1. οπαδός τού ειρηνισμού 2. αυτός που διακηρύσσει ότι είναι αντίθετος προς τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. pacifiste)] …
117εκμηδενιστής — ο οπαδός θρησκευτικής αιρέσεως κατά την οποία οι ψυχές τών δικαίων είναι αθάνατες, ενώ τών αδίκων εκμηδενίζονται …
118ελευθεροτέκτονας — ο οπαδός τού ελευθεροτεκτονισμού, μασόνος …
119εμπειριοκρατικός — ή, ό οπαδός τής εμπειριοκρατίας …
120εμπειριστής — ο οπαδός τού εμπειρισμού …