ὀπᾱδός

  • 101γυμνιστής — ο (θηλ. γυμνίστρια, η) οπαδός τού γυμνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις γυμνιστής (< γυμνός) και γυμνοκράτης (< γυμνός + κράτης < κράτος) αποτελούν αποδόσεις στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. nudist (< nude «γυμνός»)] …

    Dictionary of Greek

  • 102γυμνοκράτης — ο οπαδός τής γυμνοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γυμνιστής] …

    Dictionary of Greek

  • 103δαρβινιστής — ο ο οπαδός τού δαρβινισμού …

    Dictionary of Greek

  • 104δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …

    Dictionary of Greek

  • 105δημοκράτης — ο (θηλ. δημοκράτισσα και δημοκράτις, η) (Μ δημοκράτης, Α Δημοκράτης, ο) νεοελλ. 1. ο οπαδός τού δημοκρατικού πολιτεύματος, αυτός που πιστεύει ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολιτειακό σύστημα 2. όποιος υποστηρίζει ότι πιστεύει στην κοινωνική… …

    Dictionary of Greek

  • 106δημοκρατικός — ή, ό (Α δημοκρατικός, ή, όν) 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δημοκρατία ή στους δημοκράτες («δημοκρατικά ιδεώδη») 2. ως ουσ. ο οπαδός τής δημοκρατίας, αυτός που θεωρεί τη δημοκρατία ως το καλύτερο πολίτευμα («οὐδείς ἐστιν ἀνθρώπων φύσει οὔτε… …

    Dictionary of Greek

  • 107δημοτικιστής — ο (θηλ. δημοτικίστρια, η) οπαδός τού δημοτικισμού ή τής δημοτικής γλώσσας στον προφορικό και τον γραπτό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Αστυ] …

    Dictionary of Greek

  • 108διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… …

    Dictionary of Greek

  • 109διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 110διβιζιονιστής — ο (θηλ. ίστρια, η) ο οπαδός τού διβιζιονισμού*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. divisionniste] …

    Dictionary of Greek