ὀπᾱδός

  • 11Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …

    Dictionary of Greek

  • 12διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του …

    Dictionary of Greek

  • 13διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 14δογματιστής — ο (AM δογματιστής) [δογματίζω] 1. οπαδός και υπερασπιστής τών δογμάτων τής πίστεως (ιδίως τής χριστιανικής) 2. αυτός που πιστεύει, υποστηρίζει δόγματα, διδάσκει με δόγματα νεοελλ. 1. οπαδός τής θεωρίας τού δογματισμού 2. αυτός που μιλά δογματικά …

    Dictionary of Greek

  • 15θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …

    Dictionary of Greek

  • 16κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 17ναζί — ο και η άκλ. 1. μέλος τού πρώην γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, οπαδός τού Χίτλερ 2. οπαδός τού εθνικοσοσιαλισμού, τού ναζισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Nazi (προφ. «νατσί») < Να (τιοναλ σο)ζι(αλιστ) «εθνικοσοσιαλιστής»] …

    Dictionary of Greek

  • 18οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …

    Dictionary of Greek

  • 19πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …

    Dictionary of Greek

  • 20ρεπουμπλικάνος — ο, Ν 1. οπαδός τού ρεπουμπλικανισμού 2. α) οπαδός τού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος β) στον πληθ. οι ρεπουμπλικάνοι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. republican < γαλλ. republicain < republique «δημοκρατία» (< λατ. res publica).… …

    Dictionary of Greek