ὀπός
1οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… …
2οπός — ο ού, γαλακτώδες υγρό από φυτά ή καρπό, που βγαίνει από το κόψιμο ή το χάραγμα: Οπός της παπαρούνας, αλλ. όπιο, το …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ὀπός — ὄψ voice fem gen sg ὀπός juice masc nom sg …
4Πέλοψ — οπος ὁ Α μυθ. επώνυμος ήρωας τής Πελοποννήσου, γιος τού βασιλιά τής Φρυγίας ή τής Λυδίας Ταντάλου και τής Κλυτίας ή τής Ευρυάνασσας, αδελφός τής Νιόβης και τού Βροτέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός] …
5ευρύοψ — οπος, ο αφρικανικό φυτό τής οικογένειας σύνθετα …
6πάνοψ — οπος, ὁ, Α (για τον Ερμή) αυτός που βλέπει τα πάντα, πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μήλ οψ] …
7πανέλοψ — οπος, ὁ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πηνέλοψ …
8πρωτάνωψ — οπος, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πρωτανοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanope < prot (< πρώτος) + an (στερητικό αν / α ) + ope (< ωψ / οψ < ὄπωπα)] …
9σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… …
10σκόλοψ — οπος, ὁ, ΜΑ βλ. σκόλοπας …