ὀπός

  • 91κολλοποδιώκτης — κολλοποδιώκτης, ὁ (Α) αυτός που αρέσκεται να έρχεται σε επαφή με κιναίδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, οπος «κίναιδος» + διώκτης (< διώκτης < διώκω), πρβλ. ιππο διώκτης, κνισο διώκτης] …

    Dictionary of Greek

  • 92κολλοπώ — κολλοπῶ, όω (Α) συγκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, οπος. Η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη λ. κόλλα] …

    Dictionary of Greek

  • 93κόλλοψ — κόλλοψ, οπος, ὁ (Α) 1. κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου, κόλλαβος, στριφτάρι («ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.) 2. η λαβή με την οποία γύριζαν έναν τροχό 3. το χοντρό δέρμα στο κάτω μέρος τού αυχένα τών βοδιών ή τών χοίρων 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 94κόρνοψ — κόρνοψ, οπος, ὁ (Α) είδος ακρίδας, ο πάρνοψ* («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ*] …

    Dictionary of Greek

  • 95λάσαρ — λάσαρ, τὸ (ΑM, Α [κατά τον Ησύχ.] λάσαρον) χυμός τού σιλφίου, φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀπὸς δριμύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] …

    Dictionary of Greek

  • 96μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …

    Dictionary of Greek

  • 97μήκων — ο, η (Α μήκων, ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή) αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες… …

    Dictionary of Greek

  • 98μεροπήιος — μεροπήϊος, ον, θηλ. και μεροπηΐς, ΐδος (Α, Μ μερόπειος, α και η, ον) ανθρώπινος, θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ, οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, υμεν ήιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 99μεροποσπόρος — μεροποσπόρος, ον (Α) αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ + οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + σπόρος (πρβλ. παιδο σπόρος, πυρι σπόρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 100νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …

    Dictionary of Greek