1οπάδησις — ὀπάδησις, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. οπήδησις …
Dictionary of Greek
2οπήδησις — ὀπήδησις, εως, δωρ. τ. ὀπάδησις, ιος, ἡ (Α) [οπηδώ] συνοδεία, συντροφιά, ακολουθία …