ὀπός
81βαρυόπας — βαρυόπας, ο (Α) (για τον Δία) εκείνος που έχει βαριά, βροντερή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + (ποιητ.) *οψ (η) («η φωνή»), το οποίο απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις του ενικού οπός, οπί, όπα] …
82γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …
83γαλακιάζω — (για το σιτάρι) αρχίζει να σχηματίζεται οπός, χυμός στον καρπό μου, αρχίζω να ωριμάζω …
84δεινώψ — (ῶπος), ο, η (Α) (για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + ωψ, ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)] …
85εξοπίζω — ἐξοπίζω (Α) αφαιρώ τον χυμό με πίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οπίζω «στίβω» (< οπός «χυμός»)] …
86ευρύοπα — εὐρύοπα, ὁ (Α) 1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος») 2. (επίθ. τού Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία τού τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ …
87καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …
88κεκροπία — (Cecropia). Δέντρο με γαλακτώδη χυμό της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των μορεωδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει δέντρα, χάρη στα οποία επιτυγχάνεται η αναγέννηση των νεοτροπικών δασών. Τη διασπορά των σπερμάτων του… …
89κεκροπικός — κεκροπικός, ή, όν (Α) κεκρόπιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κέκροψ, οπός] …
90κολλοπεύω — (Α) είμαι κόλλοψ, κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, οπος «κίναιδος»] …