ὀπός

  • 71άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …

    Dictionary of Greek

  • 72άοψ — ἄοψ ( οπος) ο, η (Α) [οψ] ο τυφλός …

    Dictionary of Greek

  • 73έπω — (I) ἕπω (Α) ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. *sep «ασχολούμαι, τιμώ». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. sapati «περιποιούμαι, αποδίδω σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ …

    Dictionary of Greek

  • 74αέροψ — ἀέροψ ( οπος), ο (Α) το πτηνό μέροψ* «μελισσοφάγος» στη βοιωτική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., όπως και ορισμένα άλλα ονόματα (μέροψ, πηνέλοψ), δήλωνε αφ’ ενός μεν είδος πτηνών, αφ’ ετέρου δε ονομασία ομώνυμων λαών (Ἀέροπες, Μέροπες), χωρίς να μπορεί… …

    Dictionary of Greek

  • 75αίθοψ — αἶθοψ ( οπος), ο, η (Α) 1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος 2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός 3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης 4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες 5. σκοτεινός, σκούρος 6. ορμητικός, βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω ή… …

    Dictionary of Greek

  • 76αερόπους — ἀερόπους ( οδος), ο (Μ) ονομασία πτηνού (Σχόλια στους Όρνιθες τού Αριστοφάνη 1354). Ίσως πρόκειται για κακή ανάγνωση τής λέξης αέροψ, οπος ή μέροψ, που είναι το πουλί μελισσοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + ποῦς] …

    Dictionary of Greek

  • 77αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 78αρρενωπός — ή, ό (AM ἀρρενωπός, ή, όν) 1. αυτός που έχει ανδρική εμφάνιση 2. επίρρ. ἀρρενωπῶς θαρραλέα, σταθερά αρχ. (για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + ωπος < ωψ, ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ,… …

    Dictionary of Greek

  • 79αυλωπίας — αὐλωπίας, ο (Α) είδος μεγάλου ψαριού που μοιάζει με τον ανθία, ίσως ο Serranus gigas. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ωπίας < ωπ (< *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ίας (πρβλ. μυωπίας, οξυωπίας κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 80αυλώπις — αὐλῶπις, η (Α) 1. «αὐλῶπις τρυφάλεια» (Όμηρος) περικεφαλαία με σωληνοειδή υποδοχή απ όπου βγαίνει το λοφίο ή με στενή σχισμή για τα μάτια 2. «αὐλῶπις λόγχη» η λόγχη που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ωπις*, θηλ …

    Dictionary of Greek