ὀπός

  • 21ὀποῦ — ὀπός juice masc gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22ὀπούς — ὀπός juice masc acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 23ὀπόν — ὀπός juice masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 24μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… …

    Dictionary of Greek

  • 25οψ — (Ops). Αρχαιότατη ρωμαϊκή θεότητα, σαβινικής προέλευσης, προσωποποίηση της ιδέας της αφθονίας, της ευημερίας και της γονιμότητας της γης. Στα κατοπινά χρόνια ταυτίστηκε με τη Ρέα και θεωρήθηκε σύζυγος του Κρόνου και μητέρα της Κυβέλης. Συνδέθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 26Опиум — (хим.). Под этим названием в продаже известен высушенный млечный сок, добываемый из семянных коробочек мака (Papaver somniferum). С химической точки зрения О. представляет смесь весьма многих веществ, причем количественные отношения их, по… …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • 27ημίοπος — ἡμίοπος, ον (Α) 1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.) 2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα 3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον ἥμισυ»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπος < οπή (πρβλ. πολύ οπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 28μήλοψ — μῆλοψ, οπος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει το κίτρινο χρώμα τού μήλου ή τού κυδωνιού («μῆλοψ καρπός» ο σίτος, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + οψ (< ὄψ, ὀπός* «όψη»), πρβλ. οίν οψ] …

    Dictionary of Greek

  • 29μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …

    Dictionary of Greek

  • 30μηδικός — ή, ό (ΑΜ μηδικός, ή, ον, θηλ. και μηδίκη) [Μήδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μήδους (α. «μηδική ἐσθής» μεταξωτά ενδύματα β. «μηδ εἰ στράτευμα πλεῑον ἦ τὸ Μηδικόν», Αισχύλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μηδική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… …

    Dictionary of Greek