ὀπός

  • 121πρόκριτος — η, ο / πρόκριτος, ον, ΝΜΑ [προκρίνω] νεοελλ. μσν. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πρόκριτοι οι προύχοντες, οι προεστοί («τελειώνοντας ο πόλεμος, συνάχτηκαν και οι πρόκριτοι τών χωριών τής Άρτας», Μακρυγιάννης) αρχ. 1. (ιδίως για υποψηφίους που… …

    Dictionary of Greek

  • 122σαγαπηνός — ή, όν, Α [σαγάπηνον] φρ. «σαγαπηνὸς ὀπός» το σαγάπηνο …

    Dictionary of Greek

  • 123σκαλοπιά — ἡ, Α [σκάλοψ, οπος] η υπόγεια στοά τού ασπάλακα …

    Dictionary of Greek

  • 124σκολοπίζω — ΝΑ [σκόλοψ, οπος] μπήγω σε σκόλοπα, ανασκολοπίζω, παλουκώνω αρχ. παθ. σκολοπίζομαι προφυλάσσομαι με φράγμα από πασσάλους …

    Dictionary of Greek

  • 125σκολοπεύς — έως, ὁ, Α σκόλοπας, πάσσαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, οπος «πάσσαλος» + επίθημα εύς (πρβλ. σκαπαν εύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 126σκολοπηΐς — ίδος, ἡ, Α (κυρίως στη φρ.) «σκολοπηΐς μοῑρα» θάνατος με ανασκολοπισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, οπος «πάσσαλος, παλούκι» + κατάλ. ηΐς (πρβλ. ζεφυρ ηΐς)] …

    Dictionary of Greek

  • 127σκολοποειδής — ές, Α όμοιος με σκόλοπα, αιχμηρός, οξύληκτος, σουβλερός («σκολοποειδὴς ἄκανθα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, οπος «πάσσαλος» + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 128σκολοπομαχαίριον — τὸ, ΜΑ είδος μαχαιριδίου με οξύληκτο άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, οπος + μαχαίριον (< μάχαιρα)] …

    Dictionary of Greek