ὀπός

  • 111οπόεις — ὀπόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.) 2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῡς ονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ ἐνέμοντ Ὀπόεντά… …

    Dictionary of Greek

  • 112οπόφυλλον — ὀπόφυλλον, τὸ (Α) ο σπόρος τού φυτού σιλφίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός «χυμός φυτού» + φύλλον] …

    Dictionary of Greek

  • 113οπώδης — ες (Α ὀπώδης, ῶδες) [οπός] αυτός που έχει άφθονο χυμό αρχ. γαλα κτώδης …

    Dictionary of Greek

  • 114πάρνοψ — και πόρνοψ, οπος, ὁ, Α είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ …

    Dictionary of Greek

  • 115παρνοπίων — ονος, ὁ, Α 1. παρνόπιος* 2. ονομασία μήνα στους Αιολείς τής Μικράς Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρνοψ, οπός «είδος ακρίδας» + επίθημα ίων (πρβλ. Ουραν ίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 116παρνόπιος — Επίθετο του Απόλλωνα, επειδή απάλλασσε τους ανθρώπους από την πληγή της ακρίδας (παρνόπης). Με την επωνυμία αυτή ονόμαζαν, εκτός τον Απόλλωνα, και την Αθηνά. Άγαλμα του Α.Π. υπήρχε στην Ακρόπολη. Όπως λέγεται, το άγαλμα αυτό ήταν χάλκινο έργο του …

    Dictionary of Greek

  • 117πελοπήϊος — ον, θηλ. και πελοπηΐς, ίδος, Α ο σχετικός με τον Πέλοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέλοψ, οπος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. παρθεν ήιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 118πελόπιος — ον, Α [πέλοψ, οπος] πελοπήϊος* …

    Dictionary of Greek

  • 119πηνέλοψ — και δωρ. τ. πανέλοψ, οπος, ὁ, Α είδος νήσσας, πάπιας, με πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά της, κοινώς γνωστό σήμερα ως σφυριχτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. αέρ οψ, δρύ οψ, μέρ… …

    Dictionary of Greek

  • 120πολύοπος — ον, Α αυτός που έχει άφθονο χυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀπός «γαλακτώδες υγρό φυτού»] …

    Dictionary of Greek