ὀπός

  • 101νώροψ — νῶροψ, οπος, ό, ή (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός 3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο …

    Dictionary of Greek

  • 102οίνοψ — οἶνοψ, οπος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που έχει το χρώμα ερυθρού ή μαύρου οίνου, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος, κοκκινωπός (α. «μήτι δ αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», Ομ. Ιλ. β. «ὣς τ ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον...… …

    Dictionary of Greek

  • 103ομφαλέα — (omphalea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών, με περίπου 12 είδη. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές της Αφρικής και είτε είναι θάμνοι είτε έρπουν ή αναρριχώνται. Έχουν γαλακτώδη χυμό και φύλλα επαλλάσσοντα, ακέραια. Τα άνθη τους …

    Dictionary of Greek

  • 104οπίας — ὀπίας, ὁ (Α) (με ή χωρίς τη λέξη τυρός) τυρί που παρασκευάστηκε από γάλα το οποίο έπηξε με χυμό συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός «γαλακτώδες υγρό φυτού» + επίθημα ίας, που απαντά και σε άλλες ονομ. τροφίμων (πρβλ. βληχων ίας, πιτυρ ίας] …

    Dictionary of Greek

  • 105οπίζω — ὀπίζω (Α) [οπός] 1. συλλέγω τον χυμό από κάποιο δέντρο ή φυτό χαράζοντας τη ρίζα ή τον κορμό («τὸν καυλὸν καὶ τὰς ῥίζας ὀπίζουσιν», Θεόφρ.) 2. (με ή χωρίς τη λέξη γάλα) πήζω το γάλα με χυμό συκιάς 3. παθ. ὀπίζομαι α) εξάγομαι, εκβάλλομαι β)… …

    Dictionary of Greek

  • 106οπατόν — ὀπατὸν (Α) [οπός] ο κυρηναϊκός χυμός τού σιλφίου …

    Dictionary of Greek

  • 107οποβάλσαμο — το (Α ὀποβάλσαμον και, δ. γρφ., ὀποπάλσαμον) η ελαιορητίνη τού βαλσαμοδένδρου αρχ. το βαλσαμόδεντρο, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Balsamodendron opobalsamum. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + βάλσαμον] …

    Dictionary of Greek

  • 108οποειδής — ὀποειδής, ές (Α) 1. αυτός που μοιάζει με το γαλακτώδες υγρό καρπών ή φυτών, όπως λ.χ. τής συκιάς, δηλ. με τον οπό, ο γαλακτώδης («ὀποειδέα οὖρα», Ιπποκρ.) 2. ο κατάλληλος για το πήξιμο τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 109οποθεραπεία — η ιατρ. θεραπευτική χρησιμοποίηση, κυρίως κατά το παρελθόν, οργάνων ή εκχυλισμάτων οργάνων ζωικής προέλευσης για την αναπλήρωση τής ανεπάρκειας ορισμένων οργάνων με τη χορήγηση τών ομολόγων τους που λαμβάνονται από ζώα, αγωγή που έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 110οποκάλπασον — ὀποκάλπασον, τὸ (Α) το βαλσαμόδεντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάλπασος, άλλος τ. τής λ. κάρπασος, η «είδος λεπτού λιναριού, βαμβάκι»] …

    Dictionary of Greek