ὀπός
11στέροψ — οπος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αστράφτει, λαμπερός, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το θ. α στερ τής λ. ἀστήρ και β συνθετικό το oψ (< θ. οπ τού όπωπα*). Για την απουσία τού αρκτικού α βλ. λ. αστεροπή] …
12φάκωψ — οπος, ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος αρθροπόδων που ανήκει στην ομάδα τών τριλοβιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phacops < φακός + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*)] …
13χάροψ — οπος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χάρωψ …
14χαλκέοψ — οπός, ὁ, ἡ, Α χαλκεόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + ὄψ* «φωνή»] …
15χαμαίρωψ — οπος, η, ΝΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φοινικίδες τής τάξης αρεκώδη αρχ. η χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ῥώψ* (Ι) «μικρό χαμόδεντρο, θάμνος». Τη λ.… …
16ψευδαιθίοψ — οπος, ὁ, ἡ, Μ άτομο που προσποιείται τον Αιθίοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Αἰθίοψ] …
17ύποψ — οπος, ὁ, Α (δ. γρφ.) έποψ, τσαλαπετεινός …
18ὀποῖο — ὀπός juice masc gen sg (epic) …
19ὀποῖς — ὀπός juice masc dat pl …
20ὀποί — ὀπός juice masc nom/voc pl …