ὀπυίω
31ὤπυιες — ὀπυίω marry imperf ind act 2nd sg …
32ὀπυιομένας — ὀπυιομένᾱς , ὀπυίω marry pres part mp fem acc pl ὀπυιομένᾱς , ὀπυίω marry pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …
33οπυιητής — ὀπυιητής, έω, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. οπυι τού ενεστ. τού ρ. ὀπυίω πιθ. αντί ενός αμάρτυρου αρχ. *ὀπυστής] …
34οπυιόλαι — ὀπυιόλαι και ὀπυόλαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γεγαμηκότες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπυίω / ὀπύω «νυμφεύομαι» + επίθημα όλαι, πληθ. τού όλης (πρβλ. μαιν όλης] …
35οπυστύς — ὀπυστύς, ύος, ἡ (Α) ο γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπυίω / ὀπύω «νυμφεύομαι» + επίθημα τύς (πρβλ. δαι τύς, μνησ τύς). Το σ τού τ. είναι πιθ. αναλογικό προς το σ άλλων λ. με την ίδια κατάλ. (πρβλ. γελασ τύς)] …
36ὀπυιομέναι — ὀπυιομένᾱͅ , ὀπυίω marry pres part mp fem dat sg (doric aeolic) …
37ὀπυίοι — ὀπυίοῑ , ὀπυίω marry pres opt act 3rd sg …
38ὀπύοι — ὀπύοῑ , ὀπυίω marry pres opt act 3rd sg …