ὀπτανάριος

  • 1οπτανάριος — ὀπτανάριος, ὁ (Α) αυτός που ψήνει, μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός «ψημένος», με τη λατ. κατάλ. άριος (< arius)] …

    Dictionary of Greek