ὀπιζομένα

  • 1ὀπιζομένα — ὀπιζομένᾱ , ὀπίζομαι regard with awe and dread pres part mp fem nom/voc/acc dual ὀπιζομένᾱ , ὀπίζομαι regard with awe and dread pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀπιζομένᾱ , ὀπίζω extract juice from pres part mp fem nom/voc/acc dual… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2οπίζομαι — (I) ὀπίζομαι και λακων. τ. ὀπίδδομαι (Α) [όπις] (επικ. και λυρ. τ.) 1. βλέπω με φόβο και σεβασμό, αισθάνομαι δέος και σεβασμό για κάποιον, φοβάμαι, σέβομαι («Διὸς δ ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου», Ομ. Οδ.) 2. φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («οὐδὲν… …

    Dictionary of Greek